- καθεστωτικός
- [катестотикос] επ/ουσ установлений.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
καθεστωτικός — ή, ό [καθεστώς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καθεστώς, στην ισχύουσα κατάσταση μιας χώρας και ειδικότερα στο πολιτειακό σύστημα («καθεστωτικό ζήτημα») … Dictionary of Greek
καθεστωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολιτειακό ή κοινωνικό καθεστώς: Πολλοί είχαν μιλήσει για καθεστωτικό ζήτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)